παράσημος

παράσημος
3902 παράσημος
{прил., 1}
помеченный сбоку, снабженный отметкой или эмблемой.
Ссылки: Деян. 28:11.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παράσημος" в других словарях:

  • παράσημος — marked amiss masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… …   Dictionary of Greek

  • παρασήμως — παράσημος marked amiss adverbial παράσημος marked amiss masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασημότεροι — παράσημος marked amiss masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασημότερος — παράσημος marked amiss masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασήμους — παράσημος marked amiss masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσημοι — παράσημος marked amiss masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσημον — marginal mark neut nom/voc/acc sg παράσημος marked amiss masc/fem acc sg παράσημος marked amiss neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… …   Dictionary of Greek

  • ՆՇԱՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0436 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա. ἑπίσημος, εὕσημος, παράσημος, ον signatus եւ insignis. Ունօղ յինքեան զնշան ինչ որոշիչ յայլոց. նշանակեալ նշանաւ իւիք. որոշեալ. երեւելի. յայտնի. ... *Լինէր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • παρασήμοις — παράσημον marginal mark neut dat pl παράσημος marked amiss masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»